σβάστικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβάστικα | οι | σβάστικες |
γενική | της | σβάστικας | — | |
αιτιατική | τη | σβάστικα | τις | σβάστικες |
κλητική | σβάστικα | σβάστικες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σβάστικα < (άμεσο δάνειο) γερμανική Swastika < σανσκριτική स्वस्तिक (svastika: σύμβολο καλής τύχης, ειρήνης και ευημερίας) < svasti (= ευτυχία) < su (καλώς) + asti (είναι)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsva.sti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβά‐στι‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασβάστικα θηλυκό
- αγκυλωτός σταυρός, αρχαίο σύμβολο, ισοσκελής σταυρός με τους τέσσερις βραχίονες λυγισμένους ή προεκταμένους σε ορθή γωνία και κατά την ίδια φορά περιστροφής, δεξιόστροφος αγκυλωτός σταυρός (卐), που χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο της ναζιστικής Γερμανίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σβάστικα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβάστικα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.