svastiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- svastiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | svastiko | svastikoj |
αιτιατική | svastikon | svastikojn |
svastiko (eo)
- η σβάστικα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | svastiko | svastikoj |
αιτιατική | svastikon | svastikojn |
svastiko (eo)