σαρανταλείτουργο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαρανταλείτουργο < μεσαιωνική ελληνική σαρανταλείτουργο < σαράντα + λειτουργία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαρανταλείτουργο ουδέτερο
- (θρησκεία) τέλεση σαράντα συναπτών Θείων Λειτουργιών υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων και υγείας ζώντων· παραδοσιακά τελείται στους Ορθόδοξους Χριστιανικούς ναούς κατά την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σαράντα και λειτουργία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρανταλείτουργο
|