Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σαπροφάγος το σαπροφάγο
      γενική του/της σαπροφάγου του σαπροφάγου
    αιτιατική τον/τη σαπροφάγο το σαπροφάγο
     κλητική σαπροφάγε σαπροφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπροφάγοι τα σαπροφάγα
      γενική των σαπροφάγων των σαπροφάγων
    αιτιατική τους/τις σαπροφάγους τα σαπροφάγα
     κλητική σαπροφάγοι σαπροφάγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπροφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saprophagous < αρχαία ελληνική σαπρός + -φάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.pɾoˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐προ‐φά‐γος

  Επίθετο επεξεργασία

σαπροφάγος, -ος, -ο (λόγιο)

  1. (βιολογία) που καταναλώνει αποσυνθεμένους ή στη διαδικασία αποσύνθεσης οργανισμούς
  2. (ζωολογία, ειδικότερα) ζωικός οργανισμός που τρέφεται με αυτούς τους νεκρούς οργανισμούς και συμβάλλει στην περαιτέρω αποσύνθεση τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)