σαπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαπάκι | τα | σαπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαπάκι | τα | σαπάκια |
κλητική | σαπάκι | σαπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαπάκι < σάπιος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαπάκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) σάπιο ή πολύ κακής ποιότητας, λόγω παλαιότητας, αντικείμενο, κυρίως μηχανοκίνητο
- (ειδικότερα) σαπιοκάραβο
- (ειδικότερα) μετοχή πολύ μεγάλου ρίσκου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαπάκι
|