↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σανιδοειδής η σανιδοειδής το σανιδοειδές
      γενική του σανιδοειδούς* της σανιδοειδούς του σανιδοειδούς
    αιτιατική τον σανιδοειδή τη σανιδοειδή το σανιδοειδές
     κλητική σανιδοειδή(ς) σανιδοειδής σανιδοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σανιδοειδείς οι σανιδοειδείς τα σανιδοειδή
      γενική των σανιδοειδών των σανιδοειδών των σανιδοειδών
    αιτιατική τους σανιδοειδείς τις σανιδοειδείς τα σανιδοειδή
     κλητική σανιδοειδείς σανιδοειδείς σανιδοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανιδοειδής < σανίδα + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

σανιδοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία