Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμαρειτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαμαρειτικ
ός
η
σαμαρειτικ
ή
το
σαμαρειτικ
ό
γενική
του
σαμαρειτικ
ού
της
σαμαρειτικ
ής
του
σαμαρειτικ
ού
αιτιατική
τον
σαμαρειτικ
ό
τη
σαμαρειτικ
ή
το
σαμαρειτικ
ό
κλητική
σαμαρειτικ
έ
σαμαρειτικ
ή
σαμαρειτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαμαρειτικ
οί
οι
σαμαρειτικ
ές
τα
σαμαρειτικ
ά
γενική
των
σαμαρειτικ
ών
των
σαμαρειτικ
ών
των
σαμαρειτικ
ών
αιτιατική
τους
σαμαρειτικ
ούς
τις
σαμαρειτικ
ές
τα
σαμαρειτικ
ά
κλητική
σαμαρειτικ
οί
σαμαρειτικ
ές
σαμαρειτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαμαρειτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σαμαρειτικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαμαρειτικός
γαλλικά
:
samaritain
(fr)
ισπανικά
:
samaritano
(es)
πολωνικά
:
samarytański
(pl)