πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακολέβα οι σακολέβες
      γενική της σακολέβας των σακολεβών
    αιτιατική τη σακολέβα τις σακολέβες
     κλητική σακολέβα σακολέβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η σακολέβα έμοιαζε με αυτό το τετράγωνο πανί

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακολέβα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) τραπέζιο πανί ειδικά ραμμένο ώστε να σακουλιάζει στο κέντρο και έτσι ο άνεμος να προωθεί το πλωτό μέσο ταχύτερα αλλά συνάμα και ηπιότερα -δεν χρησιμοποιείται πια
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) παλαιότερος τύπος ιστιοφόρου πλοιαρίου
      Έλαβα λοιπόν το πλείστον του μικρού κεφαλαίου μας, απεχαιρέτησα την μητέρα μου και απεβιβάσθην εις σακολέβαν ετοίμην ν' αποπλεύση εις Σύρον. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • λαῖφος, λαίφος , λοίπαδος, σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα, τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι, σακκολαίφη, σαγολέφαια, σαγολαίφεα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία