Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακολέβα οι σακολέβες
      γενική της σακολέβας των σακολεβών
    αιτιατική τη σακολέβα τις σακολέβες
     κλητική σακολέβα σακολέβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η σακολέβα έμοιαζε με αυτό το τετράγωνο πανί

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακολέβα < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) βενετική sacoleva < μεσαιωνική ελληνική σαγολαίφεα (τετράγωνα ιστία) < ελληνιστική κοινή σάγος (μανδύας και σκληρό ύφασμα) [< λατινική sagum) +αρχαία ελληνική λαῖφος (ύφασμα, ιστίο)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακολέβα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) τραπέζιο πανί ειδικά ραμμένο ώστε να σακουλιάζει στο κέντρο και έτσι ο άνεμος να προωθεί το πλωτό μέσο ταχύτερα αλλά συνάμα και ηπιότερα -δεν χρησιμοποιείται πια
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) παλαιότερος τύπος ιστιοφόρου πλοιαρίου
    ※  Έλαβα λοιπόν το πλείστον του μικρού κεφαλαίου μας, απεχαιρέτησα την μητέρα μου και απεβιβάσθην εις σακολέβαν ετοίμην ν' αποπλεύση εις Σύρον. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Συνώνυμα επεξεργασία

  • λαῖφος, λαίφος , λοίπαδος, σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα, τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι, σακκολαίφη, σαγολέφαια, σαγολαίφεα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία