λαῖφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λαῖφος | τὰ | λαίφη - λαίφεᾰ |
γενική | τοῦ | λαίφους - λαίφεος | τῶν | λαιφῶν - λαιφέων |
δοτική | τῷ | λαίφει - λαίφεῐ̈ | τοῖς | λαίφεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | λαῖφος | τὰ | λαίφη - λαίφεα |
κλητική ὦ! | λαῖφος | λαίφη - λαίφεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαίφει - λαίφεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαιφοῖν - λαιφέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαῖφος < άγνωστης ετυμολογίας και σκοτεινής ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαῖφος, λαίφεος ουδέτερο (ποιητικό)
- ευτελές, κουρελιασμένο ένδυμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 399 (399-400)
- ξανθὰς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος | ἕσσω ὅ κεν στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα,
- θα εξαφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου· θα ρίξω πάνω σου κουρέλια, | να σε σιχαθεί όποιος σε δει ρακένδυτο·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ξανθὰς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος | ἕσσω ὅ κεν στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 399 (399-400)
- (ναυτικός όρος) πανί, ιστίο στις λέμβους
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Αλκαίος, Απόσπασμα 326, στ. 7 (5-8)
- χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
πὲρ μὲν γὰρ ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει,
λαῖφος δὲ πὰν ζάδηλον ἤδη,
καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·- πολύ μοχτάμε με τη βαρυχειμωνιά.
Και το κατάστρωμα έχει πλημμυρίσει·
απάνου ώς κάτου το πανί ξεσχίστηκε
και σε μεγάλα κρέμεται κουρέλια· - Μετάφραση: Παναγής Λεκατσάς, @greek-language.gr
- πολύ μοχτάμε με τη βαρυχειμωνιά.
- χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 524 (522-525)
- δεῖ μ᾽, ὡς ἔοικε, μὴ κακὸν φῦναι λέγειν, | ἀλλ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον | ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν | τὴν σὴν στόμαργον, ὦ γύναι, γλωσσαλγίαν.
- Πρέπει, όπως βλέπω, να φανώ αγορητής όχι αδέξιος | και όπως ο καλός ο τιμονιέρης του καραβιού, | ξεδιπλώνοντας μόνο άκρη άκρη τα πανιά, να ξεφύγω, | γυναίκα, από τη λαίλαπα της αφόρητής σου φλυαρίας.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- δεῖ μ᾽, ὡς ἔοικε, μὴ κακὸν φῦναι λέγειν, | ἀλλ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον | ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν | τὴν σὴν στόμαργον, ὦ γύναι, γλωσσαλγίαν.
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Αλκαίος, Απόσπασμα 326, στ. 7 (5-8)
- τομάρι, δέρμα (για σκέπασμα, πάπλωμα στο κρεβάτι)
- λαῖφος λυγγός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαῖφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαῖφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.