σάβανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάβανο | τα | σάβανα |
γενική | του | σάβανου | των | σάβανων |
αιτιατική | το | σάβανο | τα | σάβανα |
κλητική | σάβανο | σάβανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάβανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σάβανον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάβανο ουδέτερο
- άσπρο ύφασμα για την κάλυψη του νεκρού αμέσως μετά το θάνατό του
- (μεταφορικά) κάτι που καλύπτει ό,τι είναι νεκρό [1]
- → δείτε και τη λέξη νεκροσέντονο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σάβανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας