Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαβανώνω < σάβανο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σαβανώνω

  • φορώ σε νεκρό το νεκρικό του σάβανο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία