ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάβανον τὰ σάβαν
      γενική τοῦ σαβάνου τῶν σαβάνων
      δοτική τῷ σαβάν τοῖς σαβάνοις
    αιτιατική τὸ σάβανον τὰ σάβαν
     κλητική ! σάβανον σάβαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαβάνω
γεν-δοτ τοῖν  σαβάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάβανον < πιθανόν δάνειο σημιτικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σάβανο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάβανον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία