↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυγχωτός η ρυγχωτή το ρυγχωτό
      γενική του ρυγχωτού της ρυγχωτής του ρυγχωτού
    αιτιατική τον ρυγχωτό τη ρυγχωτή το ρυγχωτό
     κλητική ρυγχωτέ ρυγχωτή ρυγχωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυγχωτοί οι ρυγχωτές τα ρυγχωτά
      γενική των ρυγχωτών των ρυγχωτών των ρυγχωτών
    αιτιατική τους ρυγχωτούς τις ρυγχωτές τα ρυγχωτά
     κλητική ρυγχωτοί ρυγχωτές ρυγχωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυγχωτός < ρύγχος + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ρυγχωτός

  1. που έχει ή φέρει ρύγχος
     συνώνυμα: ρυγχοφόρος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρυγχωτά
     συνώνυμα: ρυγχοφόρα
  3. (κατ’ επέκταση) που εκτείνεται προς τα εμπρός σαν ρύγχος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία