↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυγχοφόρος η ρυγχοφόρα το ρυγχοφόρο
      γενική του ρυγχοφόρου της ρυγχοφόρας του ρυγχοφόρου
    αιτιατική τον ρυγχοφόρο τη ρυγχοφόρα το ρυγχοφόρο
     κλητική ρυγχοφόρε ρυγχοφόρα ρυγχοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυγχοφόροι οι ρυγχοφόρες τα ρυγχοφόρα
      γενική των ρυγχοφόρων των ρυγχοφόρων των ρυγχοφόρων
    αιτιατική τους ρυγχοφόρους τις ρυγχοφόρες τα ρυγχοφόρα
     κλητική ρυγχοφόροι ρυγχοφόρες ρυγχοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυγχοφόρος < ρύγχος + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρυγχοφόρος

  1. ο ρυγχωτός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρυγχοφόρα: τα ρυγχωτά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία