ρηξιγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρηξιγενής | η | ρηξιγενής | το | ρηξιγενές |
γενική | του | ρηξιγενούς* | της | ρηξιγενούς | του | ρηξιγενούς |
αιτιατική | τον | ρηξιγενή | τη | ρηξιγενή | το | ρηξιγενές |
κλητική | ρηξιγενή(ς) | ρηξιγενής | ρηξιγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρηξιγενείς | οι | ρηξιγενείς | τα | ρηξιγενή |
γενική | των | ρηξιγενών | των | ρηξιγενών | των | ρηξιγενών |
αιτιατική | τους | ρηξιγενείς | τις | ρηξιγενείς | τα | ρηξιγενή |
κλητική | ρηξιγενείς | ρηξιγενείς | ρηξιγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρηξιγενής < αρχαία ελληνική ῥῆξις + -γενής
Επίθετο
επεξεργασίαρηξιγενής
- (γεωλογία, ορυκτολογία) που δημιουργείται ή προέρχεται από ρήξη / διάρρηξη του στερεού γήινου φλοιού