ρευματοκοπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρευματοκοπή θηλυκό
- (νεολογισμός) το κόψιμο της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος
- ※ Προχώρησε, μάλιστα, στην κατάθεση τροπολογίας που προβλέπει, όπως ανέφερε, ορθό υπολογισμό των υπερκερδών των παρόχων ενέργειας και προστασία από ρευματοκοπή για όσους αδυνατούν να πληρώσουν τη ρήτρα αναπροσαρμογής. (ΕΦ. Καθημερινή, 27.05.2022)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρευματοκοπή
|