Δείτε επίσης: ρευματοκοπή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρευματοκλοπή οι ρευματοκλοπές
      γενική της ρευματοκλοπής των ρευματοκλοπών
    αιτιατική τη ρευματοκλοπή τις ρευματοκλοπές
     κλητική ρευματοκλοπή ρευματοκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευματοκλοπή < ρεύματ(ος) + -ο- + κλοπή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρευματοκλοπή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ρευματοκλοπήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)