Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρευματοκλοπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ρευματοκοπή
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ρευματοκλοπ
ή
οι
ρευματοκλοπ
ές
γενική
της
ρευματοκλοπ
ής
των
ρευματοκλοπ
ών
αιτιατική
τη
ρευματοκλοπ
ή
τις
ρευματοκλοπ
ές
κλητική
ρευματοκλοπ
ή
ρευματοκλοπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρευματοκλοπή
<
ρεύματ(ος)
+
-ο-
+
κλοπή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρευματοκλοπή
θηλυκό
(
νεολογισμός
) η
κλοπή
ηλεκτρικού ρεύματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρευματοκλοπή