ρευματοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρευματοειδής | η | ρευματοειδής | το | ρευματοειδές |
γενική | του | ρευματοειδούς* | της | ρευματοειδούς | του | ρευματοειδούς |
αιτιατική | τον | ρευματοειδή | τη | ρευματοειδή | το | ρευματοειδές |
κλητική | ρευματοειδή(ς) | ρευματοειδής | ρευματοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρευματοειδείς | οι | ρευματοειδείς | τα | ρευματοειδή |
γενική | των | ρευματοειδών | των | ρευματοειδών | των | ρευματοειδών |
αιτιατική | τους | ρευματοειδείς | τις | ρευματοειδείς | τα | ρευματοειδή |
κλητική | ρευματοειδείς | ρευματοειδείς | ρευματοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρευματοειδής (μαρτυρείται από το 1890)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhumatoïde[2]
Επίθετο
επεξεργασίαρευματοειδής, -ής, -ές
- (ιατρική) που οφείλεται σε ρευματισμούς
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρευματοειδής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 882, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ρευματοειδής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ρευματοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)