ρευματώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρευματώδης < ελληνιστική κοινή ῥευματώδης[1] < αρχαία ελληνική ῥεῦμα < ῥέω
Επίθετο
επεξεργασίαρευματώδης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρευματώδης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρευματώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.