ρευματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρευματολογικός < ρευματολογία
Επίθετο
επεξεργασίαρευματολογικός
- (ιατρική) σχετικός με την ιατρική ειδικότητα της ρευματολογίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρευματολογικός
ρευματολογικός