↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρευματοβάση οι ρευματοβάσεις
      γενική της ρευματοβάσης* των ρευματοβάσεων
    αιτιατική τη ρευματοβάση τις ρευματοβάσεις
     κλητική ρευματοβάση ρευματοβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευματοβάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευματοβάση < ρεύμα + -ο- + βάση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική rheobase)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρευματοβάση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Rheobase στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία