ρευματοβάση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρευματοβάση | οι | ρευματοβάσεις |
γενική | της | ρευματοβάσης* | των | ρευματοβάσεων |
αιτιατική | τη | ρευματοβάση | τις | ρευματοβάσεις |
κλητική | ρευματοβάση | ρευματοβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευματοβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρευματοβάση < ρεύμα + -ο- + βάση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική rheobase)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρευματοβάση θηλυκό
- (φυσιολογία) η ελάχιστη ένταση ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτείται για να προκαλέσει μια ενέργεια δυναμικού σε ένα νεύρο ή μυικό κύτταρο, να διεγείρει το νεύρο ή τον μυ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Rheobase στην αγγλική Βικιπαίδεια