ρεοβάση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεοβάση | οι | ρεοβάσεις |
γενική | της | ρεοβάσης* | των | ρεοβάσεων |
αιτιατική | τη | ρεοβάση | τις | ρεοβάσεις |
κλητική | ρεοβάση | ρεοβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρεοβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεοβάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: προέλευσης από την αγγλική rheobase < αρχαία ελληνική ῥέω + βάσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεοβάση θηλυκό
- (φυσιολογία) η ελάχιστη ένταση ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτείται για να προκαλέσει μια ενέργεια δυναμικού σε ένα νεύρο ή μυικό κύτταρο, να διεγείρει το νεύρο ή τον μυ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρεοβάση
|