↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεοτροπικός η ρεοτροπική το ρεοτροπικό
      γενική του ρεοτροπικού της ρεοτροπικής του ρεοτροπικού
    αιτιατική τον ρεοτροπικό τη ρεοτροπική το ρεοτροπικό
     κλητική ρεοτροπικέ ρεοτροπική ρεοτροπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεοτροπικοί οι ρεοτροπικές τα ρεοτροπικά
      γενική των ρεοτροπικών των ρεοτροπικών των ρεοτροπικών
    αιτιατική τους ρεοτροπικούς τις ρεοτροπικές τα ρεοτροπικά
     κλητική ρεοτροπικοί ρεοτροπικές ρεοτροπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεοτροπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhéotropique < rhéotropisme[1] < αρχαία ελληνική ῥέω + τρόπος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρεοτροπικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία