Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεζέρβα οι ρεζέρβες
      γενική της ρεζέρβας
    αιτιατική τη ρεζέρβα τις ρεζέρβες
     κλητική ρεζέρβα ρεζέρβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
η ρεζέρβα ενός Ρενό 14

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεζέρβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική riserva

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈzeɾ.va/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεζέρβα θηλυκό

  1. οτιδήποτε φυλάγεται ως εφεδρεία ή απόθεμα για ώρα ανάγκης, για να αντικαταστήσει κάτι που χάλασε ή τελείωσε
    άλλαξα τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή, αλλά προς το παρόν θα τον κρατήσω στο συρτάρι για ρεζέρβα
  2. (στο αυτοκίνητο) ο πέμπτος τροχός που φυλάγεται στο πορτ μπαγκάζ ή σε ειδική θέση στο αυτοκίνητο, ώστε να χρησιμοποιηθεί αν σκάσει ένα λάστιχο
    σε πολλά μοντέλα αυτοκινήτων η ρεζέρβα έχει μικρότερη διάμετρο από τους κανονικούς τροχούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία