ραμολιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραμολιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rammollimento < rammollire < molle < λατινική mollis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(h₂)moldus (μαλακός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραμολιμέντο ουδέτερο
- (προφορικό, μειωτικό) περιφρονητικός χαρακτηρισμός για κάποιον πολύ ηλικιωμένο που έχει χάσει πια τη διαύγεια της σκέψης του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ραμολί