Δείτε επίσης: ρακλέτ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ρακλέτα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρακλέτα οι ρακλέτες
      γενική της ρακλέτας των ρακλετών
    αιτιατική τη ρακλέτα τις ρακλέτες
     κλητική ρακλέτα ρακλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρακλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική raclette < racler < λατινικά rasus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρακλέτα θηλυκό

  • (εργαλείο, νεολογισμός) συσκευή κατασκευασμένη από καουτσούκ ή άλλο εύκαμπτο-μαλακό υλικό, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των τζαμιών / πατωμάτων ή λείων επιφανειών
    ※  Στη συνέχεια, μπορούν να σκουπίσουν τα τζάμια από πάνω προς τα κάτω με μία ρακλέτα και να χρησιμοποιήσουν ένα πανί για να τα στεγνώσουν (Simone Davies, Μοντεσσόρι στο σπίτι: Πώς να μεγαλώσετε ανεξάρτητα και υπεύθυνα παιδιά, Εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ. 65 [1]

Συνώνυμα επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία