ρακλέτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρακλέτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική raclette < racler < λατινικά rasus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακλέτ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) ελβετική συνταγή με λιωμένο τυρί τύπου ρακλέτ (φοντύ)
- (τυρί) ελβετικό αγελαδινό, κίτρινο τυρί