Δείτε επίσης: ρακλέτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρακλέτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική raclette < racler < λατινικά rasus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
1. ρακλέτ: τυρί που λιώνει και πέφτει σε σάντουιτς
 
2. τυρί ρακλέτ

ρακλέτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) ελβετική συνταγή με λιωμένο τυρί τύπου ρακλέτ (φοντύ)
  2. (τυρί) ελβετικό αγελαδινό, κίτρινο τυρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία