ραιβοσκελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ραιβοσκελής | η | ραιβοσκελής | το | ραιβοσκελές |
γενική | του | ραιβοσκελούς* | της | ραιβοσκελούς | του | ραιβοσκελούς |
αιτιατική | τον | ραιβοσκελή | τη | ραιβοσκελή | το | ραιβοσκελές |
κλητική | ραιβοσκελή(ς) | ραιβοσκελής | ραιβοσκελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ραιβοσκελείς | οι | ραιβοσκελείς | τα | ραιβοσκελή |
γενική | των | ραιβοσκελών | των | ραιβοσκελών | των | ραιβοσκελών |
αιτιατική | τους | ραιβοσκελείς | τις | ραιβοσκελείς | τα | ραιβοσκελή |
κλητική | ραιβοσκελείς | ραιβοσκελείς | ραιβοσκελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραιβοσκελής < ελληνιστική κοινή ῥαιβοσκελής < αρχαία ελληνική ῥαιβός + σκέλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.vo.sceˈlis/
Επίθετο επεξεργασία
ραιβοσκελής, -ής, -ές
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραιβοσκελής
|