↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ραδιολόγος οι ραδιολόγοι
      γενική του/της ραδιολόγου των ραδιολόγων
    αιτιατική τον/τη ραδιολόγο τους/τις ραδιολόγους
     κλητική ραδιολόγε ραδιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιολόγος < είτε ραδιολογ(ία) + -ος,[1] είτε λόγιο δάνειο από τη γαλλική radiologue ή από την αγγλική radiologist.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε ραδιο- + -λόγος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾa.ði.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐δι‐ο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. ραδιολογία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ραδιολόγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. s.v. ραδιολογία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)