ραδιογωνιομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιογωνιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiogoniometry < radio- (ραδιο-) + goniometry (< αρχαία ελληνική γωνία + μέτρον)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιογωνιομετρία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- ραδιογωνιόμετρο
- → δείτε τις λέξεις ράδιο, γωνία και μέτρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιογωνιομετρία