↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραβδοφόρος η ραβδοφόρα το ραβδοφόρο
      γενική του ραβδοφόρου της ραβδοφόρας του ραβδοφόρου
    αιτιατική τον ραβδοφόρο τη ραβδοφόρα το ραβδοφόρο
     κλητική ραβδοφόρε ραβδοφόρα ραβδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραβδοφόροι οι ραβδοφόρες τα ραβδοφόρα
      γενική των ραβδοφόρων των ραβδοφόρων των ραβδοφόρων
    αιτιατική τους ραβδοφόρους τις ραβδοφόρες τα ραβδοφόρα
     κλητική ραβδοφόροι ραβδοφόρες ραβδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραβδοφόρος < ράβδ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ραβδοφόρος, -α, -ο

  • που κρατάει ράβδο (ως όπλο για την επιβολή της τάξης)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία