ραβδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραβδοσκοπικός < ραβδοσκόπος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαραβδοσκοπικός -ή -ό
- που αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στους ραβδοσκόπους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ραβδοσκόπος, ράβδος και σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραβδοσκοπικός
|