πόμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόμπα | οι | πόμπες |
γενική | της | πόμπας | — | |
αιτιατική | την | πόμπα | τις | πόμπες |
κλητική | πόμπα | πόμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πόμπα < άμεσο δάνειο από την ιταλική pompa και (για Κύπρο) από την αγγλική pump
- πόμπα < ιταλική bomba < λατινικά bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόμπα θηλυκό
- (ιδιωματικό και κυπριακά) η αντλία
- ↪ η πόμπα του νερού
- (κυπριακά) η βόμβα
- (κυπριακά) παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, η τουλούμπα
Συγγενικά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
πόμπα
- νιώθω πόμπα (νιώθω απίθανα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πόμπα
|