Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρπολημένος η πυρπολημένη το πυρπολημένο
      γενική του πυρπολημένου της πυρπολημένης του πυρπολημένου
    αιτιατική τον πυρπολημένο την πυρπολημένη το πυρπολημένο
     κλητική πυρπολημένε πυρπολημένη πυρπολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρπολημένοι οι πυρπολημένες τα πυρπολημένα
      γενική των πυρπολημένων των πυρπολημένων των πυρπολημένων
    αιτιατική τους πυρπολημένους τις πυρπολημένες τα πυρπολημένα
     κλητική πυρπολημένοι πυρπολημένες πυρπολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρπολημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πυρπολώ

  Μετοχή επεξεργασία

πυρπολημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία