Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απυρπόλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απυρπόλητ
ος
η
απυρπόλητ
η
το
απυρπόλητ
ο
γενική
του
απυρπόλητ
ου
της
απυρπόλητ
ης
του
απυρπόλητ
ου
αιτιατική
τον
απυρπόλητ
ο
την
απυρπόλητ
η
το
απυρπόλητ
ο
κλητική
απυρπόλητ
ε
απυρπόλητ
η
απυρπόλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απυρπόλητ
οι
οι
απυρπόλητ
ες
τα
απυρπόλητ
α
γενική
των
απυρπόλητ
ων
των
απυρπόλητ
ων
των
απυρπόλητ
ων
αιτιατική
τους
απυρπόλητ
ους
τις
απυρπόλητ
ες
τα
απυρπόλητ
α
κλητική
απυρπόλητ
οι
απυρπόλητ
ες
απυρπόλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απυρπόλητος
<
α-
+
πυρπολώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απυρπόλητος
που δεν έχει
πυρποληθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
πυρπολημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απυρπόλητος
αγγλικά
:
unignited
(en)