↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροπροστατευμένος η πυροπροστατευμένη το πυροπροστατευμένο
      γενική του πυροπροστατευμένου της πυροπροστατευμένης του πυροπροστατευμένου
    αιτιατική τον πυροπροστατευμένο την πυροπροστατευμένη το πυροπροστατευμένο
     κλητική πυροπροστατευμένε πυροπροστατευμένη πυροπροστατευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροπροστατευμένοι οι πυροπροστατευμένες τα πυροπροστατευμένα
      γενική των πυροπροστατευμένων των πυροπροστατευμένων των πυροπροστατευμένων
    αιτιατική τους πυροπροστατευμένους τις πυροπροστατευμένες τα πυροπροστατευμένα
     κλητική πυροπροστατευμένοι πυροπροστατευμένες πυροπροστατευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροπροστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πυροπροστατεύω / πυρο- + προστατευμένος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυροπροστατευμένος, -η, -ο

  • που έχει προστατευθεί από τη φωτιά
    ※  Πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής: Το τμήμα της όδευσης διαφυγής (κλιμακοστάσιο, διάδρομος, προθάλαμος κ.λπ.) που περικλείεται από πυράντοχα δομικά στοιχεία με προκαθορισμένο δείκτη πυραντίστασης. (ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ YΠ΄ ΑΡΙΘ. 41/2018 ««Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων»Σχετική εγκύκλιος με διευκρινίσεις για τον Κανονισμό Πυροπροστασίας κτιρίων» (Α΄80)., amea.gov.gr, [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία