Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυραμιδικός η πυραμιδική το πυραμιδικό
      γενική του πυραμιδικού της πυραμιδικής του πυραμιδικού
    αιτιατική τον πυραμιδικό την πυραμιδική το πυραμιδικό
     κλητική πυραμιδικέ πυραμιδική πυραμιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυραμιδικοί οι πυραμιδικές τα πυραμιδικά
      γενική των πυραμιδικών των πυραμιδικών των πυραμιδικών
    αιτιατική τους πυραμιδικούς τις πυραμιδικές τα πυραμιδικά
     κλητική πυραμιδικοί πυραμιδικές πυραμιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυραμιδικός < ελληνιστική κοινή πυραμιδικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πυραμίς

  Επίθετο επεξεργασία

πυραμιδικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πυραμιδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πυραμιδικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πυραμιδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.