pyramidal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpyramidal (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pyramidal | pyramidaux |
θηλυκό | pyramidale | pyramidales |
Επίθετο
επεξεργασίαpyramidal (fr)
pyramidal (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pyramidal | pyramidaux |
θηλυκό | pyramidale | pyramidales |
pyramidal (fr)