Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυραμιδωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυραμιδωτ
ός
η
πυραμιδωτ
ή
το
πυραμιδωτ
ό
γενική
του
πυραμιδωτ
ού
της
πυραμιδωτ
ής
του
πυραμιδωτ
ού
αιτιατική
τον
πυραμιδωτ
ό
την
πυραμιδωτ
ή
το
πυραμιδωτ
ό
κλητική
πυραμιδωτ
έ
πυραμιδωτ
ή
πυραμιδωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυραμιδωτ
οί
οι
πυραμιδωτ
ές
τα
πυραμιδωτ
ά
γενική
των
πυραμιδωτ
ών
των
πυραμιδωτ
ών
των
πυραμιδωτ
ών
αιτιατική
τους
πυραμιδωτ
ούς
τις
πυραμιδωτ
ές
τα
πυραμιδωτ
ά
κλητική
πυραμιδωτ
οί
πυραμιδωτ
ές
πυραμιδωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυραμιδωτός
<
πυραμίς
/
πυραμίδα
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
πυραμιδωτός, -ή, -ό
που έχει σχήμα
πυραμίδας
Συνώνυμα
επεξεργασία
πυραμιδοειδής
πυραμοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυραμιδωτός