↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυραμιδωτός η πυραμιδωτή το πυραμιδωτό
      γενική του πυραμιδωτού της πυραμιδωτής του πυραμιδωτού
    αιτιατική τον πυραμιδωτό την πυραμιδωτή το πυραμιδωτό
     κλητική πυραμιδωτέ πυραμιδωτή πυραμιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυραμιδωτοί οι πυραμιδωτές τα πυραμιδωτά
      γενική των πυραμιδωτών των πυραμιδωτών των πυραμιδωτών
    αιτιατική τους πυραμιδωτούς τις πυραμιδωτές τα πυραμιδωτά
     κλητική πυραμιδωτοί πυραμιδωτές πυραμιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυραμιδωτός < πυραμίς/πυραμίδα + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

πυραμιδωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία