πυραμιδοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυραμιδοειδής | η | πυραμιδοειδής | το | πυραμιδοειδές |
γενική | του | πυραμιδοειδούς* | της | πυραμιδοειδούς | του | πυραμιδοειδούς |
αιτιατική | τον | πυραμιδοειδή | την | πυραμιδοειδή | το | πυραμιδοειδές |
κλητική | πυραμιδοειδή(ς) | πυραμιδοειδής | πυραμιδοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυραμιδοειδείς | οι | πυραμιδοειδείς | τα | πυραμιδοειδή |
γενική | των | πυραμιδοειδών | των | πυραμιδοειδών | των | πυραμιδοειδών |
αιτιατική | τους | πυραμιδοειδείς | τις | πυραμιδοειδείς | τα | πυραμιδοειδή |
κλητική | πυραμιδοειδείς | πυραμιδοειδείς | πυραμιδοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυραμιδοειδής < (ελληνιστική κοινή) < πυραμίς + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαπυραμιδοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με πυραμίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυραμιδοειδής
|