πυραμιδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυραμιδωτά < πυραμιδωτός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπυραμιδωτά
- με πυραμιδωτό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυραμιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπυραμιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πυραμιδωτός