Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυορροϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυορροϊκ
ός
η
πυορροϊκ
ή
το
πυορροϊκ
ό
γενική
του
πυορροϊκ
ού
της
πυορροϊκ
ής
του
πυορροϊκ
ού
αιτιατική
τον
πυορροϊκ
ό
την
πυορροϊκ
ή
το
πυορροϊκ
ό
κλητική
πυορροϊκ
έ
πυορροϊκ
ή
πυορροϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυορροϊκ
οί
οι
πυορροϊκ
ές
τα
πυορροϊκ
ά
γενική
των
πυορροϊκ
ών
των
πυορροϊκ
ών
των
πυορροϊκ
ών
αιτιατική
τους
πυορροϊκ
ούς
τις
πυορροϊκ
ές
τα
πυορροϊκ
ά
κλητική
πυορροϊκ
οί
πυορροϊκ
ές
πυορροϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυορροϊκός
<
πυόρροια
+
-ικός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
την αγγλική
pyorrhoeic
)
Επίθετο
επεξεργασία
πυορροϊκός
(
ιατρική
) που έχει
σχέση
με την
πυόρροια
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πυόρροια
,
πύο
και
ρέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυορροϊκός
αγγλικά
:
pyorrheic
(en)
,
pyorrhoeic
(en)
,
pyorrhœic
(en)