πτωχυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτωχυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτωχαίνω και πτωχεύω
Μετοχή επεξεργασία
πτωχυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πτωχεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτωχυμένος
|
πτωχυμένος, -η, -ο
|