πρόσγειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσγειος < αρχαία ελληνική πρόσγειος < πρός + γέα / γῆ
Επίθετο
επεξεργασίαπρόσγειος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- προσγειωμένος
- προσγειώνω
- προσγείωση
- → δείτε τις λέξεις προς και γη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόσγειος
|