πρωτοστράτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοστράτορας < μεσαιωνική ελληνική πρωτοστράτωρ[1] < πρῶτος + στράτωρ < αρχαία ελληνική πρῶτος + λατινική strator < sterno < πρωτοϊταλική *stornō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *str̥-n-h₃- < *sterh₃- (απλώνω, εκτείνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοστράτορας αρσενικό (θηλυκό πρωτοστρατόρισσα)
- (παρωχημένο, ιστορία) βυζαντινό στρατιωτικό αξίωμα που από τον 8ο ως τον 10ο αιώνα αφορούσε στον επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων, ενώ από τον 12ο αιώνα αφορά ανώτερο αξιωματούχο με χρέη στρατιωτικού διοικητή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοστράτορας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρωτοστράτωρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)