Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτοπρόσωπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτοπρόσωπ
ος
η
πρωτοπρόσωπ
η
το
πρωτοπρόσωπ
ο
γενική
του
πρωτοπρόσωπ
ου
της
πρωτοπρόσωπ
ης
του
πρωτοπρόσωπ
ου
αιτιατική
τον
πρωτοπρόσωπ
ο
την
πρωτοπρόσωπ
η
το
πρωτοπρόσωπ
ο
κλητική
πρωτοπρόσωπ
ε
πρωτοπρόσωπ
η
πρωτοπρόσωπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτοπρόσωπ
οι
οι
πρωτοπρόσωπ
ες
τα
πρωτοπρόσωπ
α
γενική
των
πρωτοπρόσωπ
ων
των
πρωτοπρόσωπ
ων
των
πρωτοπρόσωπ
ων
αιτιατική
τους
πρωτοπρόσωπ
ους
τις
πρωτοπρόσωπ
ες
τα
πρωτοπρόσωπ
α
κλητική
πρωτοπρόσωπ
οι
πρωτοπρόσωπ
ες
πρωτοπρόσωπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτοπρόσωπος
<
πρώτος
+
-ο-
+
πρόσωπο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
πρωτοπρόσωπος
που γίνεται σε
πρώτο
πρόσωπο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δευτεροπρόσωπος
τριτοπρόσωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοπρόσωπος
αγγλικά
:
first person
(en)
γαλλικά
:
première personne
(fr)