↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοπαπάς οι πρωτοπαπάδες
      γενική του πρωτοπαπά των πρωτοπαπάδων
    αιτιατική τον πρωτοπαπά τους πρωτοπαπάδες
     κλητική πρωτοπαπά πρωτοπαπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοπαπάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαπάς. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + παπάς[1][2]Συγκρίνετε με το πρωτόπαπας.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.to.paˈpas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐πα‐πάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοπαπάς αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πρωτοπαπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωτοπαπάς σελ.6320 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  3. πρωτόππαππας (& πρωταπαππάς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοπαπάς αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πρῶτος και παπάς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πρωτοπαπᾶς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)