πρωτοπαπάδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πρωτοπαπάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτοπαπάς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπαπας
πρωτοπαπάδες αρσενικό