Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πρωτοπαπάδων αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του πρωτοπαπάς
  2. γενική πληθυντικού του πρωτόπαπας