αρχιπρεσβύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιπρεσβύτερος < ελληνιστική κοινή ἀρχιπρεσβύτερος. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + πρεσβύτερος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.çi.pɾeˈzvi.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐πρε‐σβύ‐τε‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιπρεσβύτερος αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο επικεφαλής των ιερέων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιπρεσβύτερος
|
Πηγές
επεξεργασία- αρχιπρεσβύτερος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας