↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπρεσβύτερος οι αρχιπρεσβύτεροι
      γενική του αρχιπρεσβύτερου των αρχιπρεσβύτερων
    αιτιατική τον αρχιπρεσβύτερο τους αρχιπρεσβύτερους
     κλητική αρχιπρεσβύτερε αρχιπρεσβύτεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιπρεσβύτερος < ελληνιστική κοινή ἀρχιπρεσβύτερος. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + πρεσβύτερος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.çi.pɾeˈzvi.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐πρε‐σβύ‐τε‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιπρεσβύτερος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία